- νιτρογλυκερίνη
- Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο. Η ν. είναι ένα ισχυρό εκρηκτικό με εμφάνιση ελαιώδους υγρού, άοσμο και σχεδόν άχρωμο· σε καθαρή μορφή είναι σχετικά σταθερή, όταν όμως είναι ακάθαρτη αποσυντίθεται ακόμα και μόνη της, αλλά κυρίως με την επίδραση της θερμότητας. Είναι πολύ ευπαθής στις κρούσεις, εκρήγνυται με την πρόσκρουση, με μεγάλη σφοδρότητα και άφθονη παραγωγή θερμότητας και αερίων.
Η πρακτική χρησιμοποίηση της ν. οφείλεται στον Σουηδό χημικό Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος παρήγαγε τη δυναμίτιδα το 1867, με προσρόφηση της ν. από μια αδρανή ουσία· παρήγαγε επίσης εκρηκτικές ζελατίνες και άκαπνες πυρίτιδες, ενσωματώνοντας τη ν. στον κολλωδιοβάμβακα (νιτροκυτταρίνη). Σε αλκοολικό διάλυμα ή σε δισκία, η ν. χρησιμοποιείται περίπου εδώ και έναν αιώνα ως φάρμακο αγγειοδιασταλτικό και υποστασικό (τρινιτρίν) στη θεραπεία της στηθάγχης και των υπερτασικών καταστάσεων.
Μερική άποψη μιος σύγχρονης εγκατάστασης.
* * *ηχημ. ο τρινιτρικός εστέρας τής γλυκερίνης, ο οποίος λαμβάνεται με την επίδραση πυκνού νιτρικού και θειικού οξέος σε γλυκερίνη όσο το δυνατόν περισσότερο άνυδρη, είναι μία από τις πιο σημαντικές ισχυρές εκρηκτικές ύλες και χρησιμοποιείται για την παρασκευή τής δυναμίτιδας, τής άκαπνης πυρίτιδας και πολλών άλλων εκρηκτικών μιγμάτων, αλλά και στη θεραπευτική τής στηθάγχης και άλλων καρδιακών παθήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitroglycerine < νίτρ(ο)-* + γλυκερίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.